Η κρισιμότητα των στιγμών, υπό το φως των ραγδαίων και δραματικών εξελίξεων των τελευταίων ημερών, αναδεικνύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις καταστροφικές συνέπειες της αμφισβήτησης των μεγάλων στρατηγικών επιλογών της χώρας, όπως είναι ο αταλάντευτος ευρωπαϊκός προσανατολισμός της.
Ως δικηγορική παράταξη που κλήθηκε να διαχειριστεί τις τύχες του Συλλόγου στην πλέον φορτισμένη περίοδο της νεότερης ιστορίας, αρθρώσαμε έγκαιρα προγραμματικό λόγο θεσμικής αντίδρασης στις ασκούμενες πολιτικές, ακόμη και αν αυτές εκπορεύθηκαν από συγγενείς με την ιδεολογία μας κομματικούς φορείς. Ουδέποτε όμως εννοήσαμε τη θέση μας αυτή ως άρνηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας και ως φαλκίδευση της συμμετοχής της στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι χειρισμοί της Ελληνικής Κυβέρνησης κινούνται σε αντιδιαμετρικήκατεύθυνση και θέτουν εν αμφιβόλω κατακτήσεις ετών,μετακυλίοντας εκ νέου στον ελληνικό λαό την εντολή διαπραγμάτευσης που της χορήγησε τον Ιανουάριο. Μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.
Ειδικά η προκήρυξη δημοψηφίσματος υποκρύπτει καταστρατήγηση της συνταγματικής απαγόρευσης των δημοσιονομικών θεμάτων και βασίζεται σε στρέβλωση των νομικών εγγυήσεων με τη σύντμηση των συνήθων εκλογικών προθεσμιών-ουσιώδη προϋπόθεση επαρκούς πληροφόρησης του λαού-, την παραπομπή του ερωτήματος σε κείμενα που δεν πληρούν καν τη νομική έννοια του «εγγράφου» αλλά και την πλήρη προχειρότητα ή τη μεθόδευση αναφορικά με κρίσιμα πρακτικά θέματα, όπως ο διορισμός των δικαστικών αντιπροσώπων και, δυστυχώς, η μορφή των ψηφοδελτίων. Πρόκειται για ζητήματα νομικού πολιτισμού, για τα οποία αρκούμαστε μέχρι στιγμής στην κατανυκτική σιωπή των αρμόδιων φορέων της νομικής κοινότητας.
Δεν αποτελεί όμως το δημοψήφισμα πρωτίστωςαντικείμενο νομικής αξιολόγησης. Έχει, αντιθέτως, μείζονα εθνική βαρύτητα, ακριβώς γιατί συναρτάται με την πορεία της Ελλάδας για τις επόμενες γενιές.Συμμεριζόμαστε την άποψη ότι οι συνθήκες θέσης του ερωτήματος τού προσδίδουν προεκτάσεις που κατ’ αποτέλεσμα ταυτίζονται με το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας. Η πολιτική παρακαταθήκη που μας εμπνέειδιαχρονικά περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο στοιχείο της την οργανική ένταξη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και υπήρξε ιστορικά η κινητήριος δύναμη προς αυτόν το σκοπό. Δεν είναι ώρα να απεμπολήσουμε αυτά τα κεκτημένα με την ψευδαίσθηση μιας ακαθόριστης «αποδέσμευσης» ή με το θυμικό της εκτόνωσης.
Ενώνουμε και εμείς τη φωνή μας στο υπεύθυνο ΝΑΙ, όχι όμως «λευκή επιταγή» στις παθογένειες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά ως διαβατήριο συμμετοχής σε αυτό προκειμένου να εργαστούμε για καλύτερες μέρες.