"Ακίνητη περιουσία: Υπό (συνταγματικά) ανεπίτρεπτο διωγμό". Άρθρο του Προέδρου του ΔΣΑ Γιάννη Αδαμόπουλου στο περιοδικό "ΕΠΙΚΑΙΡΑ"

Παρασκευή, 08/02/2013 - 18:09

Όσο και αν τα κρατικά ταμειακά αδιέξοδα εμφανίζονται πιεστικά, όσο και αν οι έξωθεν πιέσεις από δανειστές και ευρωπαίους εταίρους ισχυροποιούνται, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί όσον αφορά τα δημοσιονομικά μας ως χώρας απαιτεί συνετή διαχείριση. Στο πλαίσιο αυτό, πρώτιστο καθήκον των κυβερνώντων επιβάλλεται να είναι η ανεύρεση των αναγκαίων πόρων μέσω μιας διαδικασίας στάθμισης του κόστους και του οφέλους για τους πολίτες, κατόπιν εξάντλησης των ιδιάιτερα επαχθών μέτρων και αποκλεισμού καθενός από αυτά αν ήθελε κριθεί ότι η περιβόητη δημοσιονομική προσαρμογή δύναται να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα. Δυστυχώς, μεχρι στιγμής - σχεδόν διαχρονικά - έχουμε βιώσει την πλήρη απαξίωση της εν λόγω λογικής και την υιοθέτηση της εύκολης στοχοποίησης μεμονωμένων κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων, οι οποίες καλούνται να σηκώσουν το "σταυρό του μαρτυρίου" και να επωμιστούν με βάρη που δεν τους αναλογούν.

Με αφορμή λοιπόν αυτή τη διαπίστωση, προκύπτει ευχερώς το συμπέρασμα ότι η κρίση δεν αξιοποιήθηκε προκειμένου να οδηγηθούμε στην επί χρόνια επιζητούμενη αναμόρφωση του κρατικού μηχανισμού της χώρας, κυρίως δε του φορολογικού της συστήματος, αλλά αντίθετα, η εκτελεστική εξουσία συνέχισε να διακατέχεται από σπασμωδικές κινήσεις, ενδεικτικές πανικού και έλλειψης κεντρικού σχεδιασμού.

Στο στόχαστρο τέθηκε εσχάτως η ακίνητη περιουσία, κυρίως μέσω της θέσπισης του λεγόμενου "τέλους ακινήτων", παρά τις εξαρχής σθεναρές και με ισχυρή επιχειρηματολογία αντιδράσεις του νομικού κόσμου της χώρας και αρκετές δικαστικές αποφάσεις, μέσω των οποίων επισημάνθηκε ο αντισυνταγματικός χαρακτήρας της σχετικής ρύθμισης, ιδίως δε της διαδικασίας είσπραξης του τέλους μέσω των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Μάλιστα, οι κυβερνώντες δεν έδειξαν να αποθαρρύνονται ούτε κατ´ ελάχιστο από τη δεδηλωμένη αδυναμία πολλών συμπολιτών μας να ανταποκριθούν στην καταβολή της εν λόγω επιβάρυνσης, η οποία και εξωτερίκευσε, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, το γεγονός ότι η εν λόγω ρύθμιση επιβάρυνε κατά τρόπο δυσβάστακτο το μέσο πολίτη – ιδιοκτήτη ακινήτου, καταστρατηγώντας μία θεμελιώδη αρχή του δικαιικού μας συστήματος, αυτήν της φορολόγησης αντίστοιχα με τη φοροδοτική ικανότητα κάθε πολίτη.

Η θέσπιση του μέτρου φαίνεται πως εντάσσεται σε ένα συνολικό σχέδιο απομύζησης όποιων πόρων έχουν απομείνει στο μέσο πολίτη-ιδιοκτήτη ακινήτου, δίπλα στο δεκαπλασιασμό του ΕΤΑΚ μέσω της αντικατάστασής του από το ΦΑΠ και τη θέσπιση βαρύτατων τεκμηρίων για τη διαβίωση σε κατοικίες, ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία η υφιστάμενη οικονομική κρίση και η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά καθιστούν δυσχερή την οικονομική εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας (ακόμα και μέσω εκμίσθωσης, πολλώ δε μάλλον εκποίησης) και την είσπραξη πόρων από αυτήν αντίστοιχων με την πραγματική της αξία.

Παρά το γεγονός ότι, όπως κατά γενική ομολογία γίνεται παραδεκτό, η με αυτόν τον αποσπασματικό και κοινωνικά άδικο τρόπο φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας δεν έχει αποφέρει τα προσδοκώμενα έσοδα και αποτελέσματα, τελευταία διεξάγεται μια συζήτηση σε πολιτικό επίπεδο για μονιμοποίηση της σχετικής επιβάρυνσής της ή αντικατάστασή της από άλλη, με τον πυρήνα της όμως να παραμένει σχεδόν ίδιος. Αρκετοί κυβερνητικοί βουλευτές - και μάλιστα όχι από τους σκληρά "αντιμνημονιακούς" - έσπευσαν να καταγγείλουν τις σχεδιαζόμενες πρακτικές ως υπέρμετρες και ισοδυναμούσες με δήμευση της ακίνητης περιουσίας. Παράλληλα όμως, μείζον ζήτημα εξακολουθεί να παραμένει η διατύπωση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση για την προσβολή του τέλους ακινήτων ως αντισυνταγματικού, σύμφωνα με την οποία - σε ελεύθερη απόδοση - η εν λόγω δημοσιονομική επιβάρυνση δικαιολογείτο για λόγους εθνικής ανάγκης και μόνο για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση. Κατά συνέπεια, όπως και ο τέως Υπουργός και έγκριτος Συνταγματολόγος κύριος Προκόπης Παυλόπουλος τόνισε σε πρόσφατη δήλωσή του, αν επιχειρηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο η υπέρβαση της εν λόγω απόφασης του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, θα είμαστε ενώπιον μιας πρωτοφανούς συνταγματικής εκτροπής. Αλλωστε, αποφάσεις που αποσκοπούν στην πάση θυσία εύρεση φορολογητέας ύλης αναιρούν εν προκειμένω την, κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, προστασία της ιδιοκτησίας.

Όταν η πολιτική εξουσία, με την ώθηση και των εταίρων μας, δηλώνει ότι μάχεται για ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, απαλλαγμένο από τις παλινωδίες του παρελθόντος, αλλά - παρόλα αυτά - εμμένει σε ρυθμίσεις κοινωνικά άδικες, που δεν συμβάλλουν προς την κατεύθυνση της συνεισφοράς στα δημόσια βάρη ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, ο στόχος αυτός δεν θα επιτυγχάνεται και η ελληνική οικονομία θα συνεχίζει να παραπαίει μέσα σε υφεσιακές και αντιαναπτυξιακές λογικές.

Σχόλια

Υποβολή νέου σχολίου

Το περιεχόμενο αυτού του πεδίου παραμένει ιδιωτικό και δε θα εμφανίζεται δημόσια.