"Οι νομικές πτυχές της ασύδοτης φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας". Άρθρο του Προέδρου του ΔΣΑ Γιάννη Αδαμόπουλου στο περιοδικό "ΕΠΙΚΑΙΡΑ" της 5-4-2012.

Πέμπτη, 05/04/2012 - 13:47

Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε ότι η χώρα μας θεσπίζει τους υψηλότερους συντελεστές φορολόγησης ακινήτων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη πλευρά, οι ταμειακές δυσχέρειες του κράτους είναι δεδομένες. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να γίνεται δεκτό να χρησιμοποιούνται ως αφορμή για την επιβολή επιβαρύνσεων υπέρμετρα δεσμευτικών, που καταλήγουν να προσβάλλουν τον πυρήνα συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως είναι αυτό της ιδιοκτησίας, καθώς διαπιστώνεται πια εμφανώς μία πλήρης αναντιστοιχία αυτών με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των ιδιοκτητών.
Η παράλληλη συνύπαρξη ως φόρων και η υποχρέωση καταβολής αφενός μεν του τέλους ακινήτων αφετέρου δε του ΦΑΠ για τα έτη 2011 και 2012 καταδεικνύει τις παλινωδίες του φορολογικού μηχανισμού της χώρας και την υπέρβαση του ανεκτού για τους ιδιοκτήτες μέτρου. Περαιτέρω, εντελώς ενδεικτικά, η πρόσφατη επιβολή του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών, εισπρακτέου μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ, επιβάρυνε κατά τρόπο δυσβάστακτο το μέσο πολίτη – ιδιοκτήτη ακινήτου, καταστρατηγώντας μία θεμελιώδη αρχή του δικαιικού μας συστήματος, αυτήν της φορολόγησης αντίστοιχα με τη φοροδοτική ικανότητα κάθε πολίτη.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών - διαχρονικά τώρα - δεν περιορίζεται σε διεκδικήσεις αμιγώς κλαδικές, αλλά – πιστός στο θεσμικό του ρόλο, όπως αυτός αποτυπώνεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων – δεν διστάζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών. Και τούτο γιατί καθίσταται πλέον απόλυτα σαφές ότι η εν λόγω δημοσιονομική επιβάρυνση δεν συνιστά «τέλος», όπως η ονομασία του επιχειρεί να παρουσιάσει, αλλά φόρο επί της ακίνητης περιουσίας, καθώς η επιβολή του δεν συνδέεται με την παροχή κάποιας ειδικής ωφέλειας στους ιδιοκτήτες των ακινήτων (γεγονός που ισοδυναμεί με έλλειψη ανταποδοτικότητας), ενώ επιπλέον τα έσοδα από την επιβολή αυτού θα κατευθυνθούν, όπως οι ίδιοι οι κυβερνητικοί παράγοντες κατά καιρούς ομολογούν, στην εξυπηρέτηση δημοσιονομικών στόχων. Η σύνδεση, όμως, της είσπραξης του εν λόγω φόρου με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, σε μια προφανή προσπάθεια των κυβερνώντων να εξασφαλίσουν την είσπραξη μέσω της θέσης στους πολίτες εκβιαστικών διλημμάτων, προκάλεσε κοινωνική αγανάκτηση και ενέτεινε τις εύλογες και νομικά τεκμηριωμένες αντιδράσεις μας. Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό ότι πρόσφατα ο αρμόδιος για θέματα ενέργειας Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ. Γκίντερ Έτινγκερ – έπειτα από σχετική ερώτηση Έλληνα Ευρωβουλευτή – επιβεβαιώνοντας την επιχειρηματολογία μας, επισήμανε χαρακτηριστικά ότι «οι διατάξεις της οδηγίας (2009/72/ΕΚ) σχετικά με την καθολική υπηρεσία γεννούν σαφή υποχρέωση των κρατών-μελών και παρέχουν στους οικιακούς καταναλωτές το δικαίωμα να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια. Η οδηγία δεν περιέχει διατάξεις που να εξαρτούν το δικαίωμα αυτό από την κατάσταση του νοικοκυριού ή των μεμονωμένων μελών του όσον αφορά τις φορολογικές του υποχρεώσεις». Επομένως, δίχως τον παραμικρό δισταγμό, μπορούμε πια να παρατηρήσουμε πως η απειλή της αποστέρησης απαραίτητων και αυτονόητων για τη σύγχρονη εποχή αγαθών εξαιτίας της αδυναμίας εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων υποβιβάζει - κατά τρόπο απαράδεκτο - την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και καταδεικνύει την αντιμετώπιση της δυσμενούς συγκυρίας με πρωτοφανώς κοινωνικά ανάλγητο τρόπο.
Από την άλλη πλευρά, η παρατηρούμενη εν τοις πράγμασι απαξίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας δεν μπορεί παρά να έχει άμεσο αντίκτυπο σε όλα τα επαγγέλματα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την οικοδομή, την ανακαίνιση υπαρχόντων κτιριακών όγκων, την κτηματαγορά, το εμπόριο και γενικά όλη την οικονομία της χώρας μας, αποσταθεροποιώντας την αγορά, αποδιοργανώνοντας έτι περαιτέρω τον κοινωνικό ιστό και αποτρέποντας εντέλει την ανάπτυξη.
Συμπερασματικά, με θλίψη διαπιστώνουμε ότι η νομοθετική εξουσία αποδεικνύεται κατώτερη των εθνικά κρίσιμων περιστάσεων: Η εισαγωγή στο νομικό μας σύστημα νέων νομοθετημάτων δεν αποσκοπεί στην αποκατάσταση αδικιών και στην εισαγωγή νέων – αναπτυξιακών – θεσμών και ρυθμίσεων, αλλά προκύπτει εξαιτίας του άγχους και των πιέσεων για την άμεση ικανοποίηση εισπρακτικών στόχων, παραγνωρίζοντας πλήρως τη διαρκή συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου πολίτη.

Σχόλια

Υποβολή νέου σχολίου

Το περιεχόμενο αυτού του πεδίου παραμένει ιδιωτικό και δε θα εμφανίζεται δημόσια.