Η πρόκληση της αποκατάστασης του δικηγορικού κύρους - Άρθρο του Σωτήρη Φωτέα στην εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

Tις τελευταίες ημέρες, το βασικό θέμα συζήτησης στη δικηγορική κοινότητα της Αθήνας -όχι πάντως με ευθύνη των δικηγόρων- είναι ο τρόπος καταχώρισης του μερίσματος στις εκκαθαριστικές και στις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεν έγκειται προφανώς στη στενή ουσία αυτού του φοροτεχνικού ζητήματος, αλλά στο ευρύτερο συμπέρασμα που συνάγεται από τον πρόσφατο πολλαπλασιασμό ανάλογων φαινομένων, τα οποία προκάλεσε η θεώρηση της δικηγορίας στο παραμορφωτικό πρίσμα του Μνημονίου: στο όνομα μιας στρεβλής «απελευθέρωσης», η επιστημονική μας ιδιότητα υποχωρεί προς όφελος αντιαναπτυξιακών πολιτικών εμπορευματοποίησης του κλάδου, φοροεισπρακτικής προσέγγισης των δικηγορικών υπηρεσιών, αλλά και έμπρακτης συμπίεσης του εισοδήματος.

Ωστόσο, η εισοδηματική αυτή υποβάθμιση του δικηγορικού σώματος δεν είναι αποκλειστικό γέννημα της οικονομικής κρίσης. Συνιστά αναμφίβολα και απότοκο της προϊούσας αλλοίωσης της φύσης του δικηγορικού λειτουργήματος και, μοιραία, της υποβάθμισης του κοινωνικού κύρους του, ήδη από χρόνο πολύ προγενέστερο των ραγδαίων εξελίξεων στην εθνική μας οικονομία. Αυτό που κάποτε αντανακλούσε μια αναμφισβήτητη επιστημονική επιλογή κύρους και μια έντιμη ιδιότητα συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης, κινδυνεύει να μεταπέσει σταδιακά σε άλλη μια μορφή αγοραίας υπηρεσίας με πλήρη εξάλειψη των θεσμικών της χαρακτηριστικών. Περάσαμε από το κύρος στο κέρδος. Η αγορά όμως σύντομα επιβάλλει τους όρους της, ειδικά όταν την προσκαλείς. Και οι όροι αυτοί είναι δυσμενείς, ιδιαίτερα αν η φύση του αντικειμένου δεν συμβιβάζεται με τη λειτουργία της. Γεννάει «υπαλληλοποίηση», αθέμιτο ανταγωνισμό, συμπίεση της ύλης και των αμοιβών.

Η εκτροπή αυτή έχει σύνθετη ερμηνεία και δύσκολη θεραπεία. Είναι αλήθεια ότι η αποκατάσταση του χαμένου κοινωνικού κύρους της δικηγορικής οικογένειας προϋποθέτει και γενναία αυτοκριτική της για τη συμβολή της στις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής Δικαιοσύνης. Διαφορετικά, ο προβληματισμός δεν είναι παρά συντεχνιακή «μικροψυχία», και μάλιστα σε συνθήκες εθνικής ανάγκης. Προϋποθέτει όμως και άρση της συλλογικής πλάνης ή της σκόπιμης στρέβλωσης για το μέσο εισοδηματικό επίπεδο της δικηγορικής κοινότητας και την αληθή συμβολή της στα δημόσια βάρη. Δεν είναι όλοι ούτε πλούσιοι ούτε φοροφυγάδες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, όσο τέτοιες αντιλήψεις παγιώνονται, «στοχοποιούν» τον κλάδο και νομιμοποιούν αυθαίρετες νομοθετικές παρεμβάσεις.

Οπως είναι φυσιολογικό, τις δυσμενείς εξελίξεις σ’ έναν επιστημονικό και επαγγελματικό χώρο βιώνουν με το πλέον επώδυνο τρόπο τα νέα μέλη του. Είναι οι υποαμειβόμενοι νέοι δικηγόροι με τις ακαδημαϊκές περγαμηνές, με την αγάπη για τον τόπο τους παρά τις διαρκείς αφορμές και τις συνεχείς προτροπές να τον εγκαταλείψουν και, πάνω απ’ όλα, με την πίστη σε ένα -χαμένο- κύρος που οδήγησε τα όνειρα και τη ζωή τους σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Είναι οι ίδιοι που πιστεύουν με ειλικρίνεια και δύναμη στην ανάγκη, αλλά και στη δυνατότητα αποκατάστασης του κύρους αυτού μέσα από τα συντεταγμένα θεσμικά όργανα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και της Ενωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών. Οχι μόνο γιατί κινούνται από τον αυξημένο ρομαντισμό της ηλικίας, αλλά και γιατί υφίστανται επίπονα τις συνέπειες της απώλειάς του.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" της 7-5-2011.

Σχόλια

Υποβολή νέου σχολίου

Το περιεχόμενο αυτού του πεδίου παραμένει ιδιωτικό και δε θα εμφανίζεται δημόσια.